Ο Μακεδονικός αγώνας (αναφερόμενος στη Βουλγαρία ως: ?????? ????????? ?????????? ? ?????????, «Ελληνική ένοπλη προπαγάνδα στη Μακεδονία») ήταν ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως Βουλγάρων Ελλήνων, Σέρβων, ακόμα και των Ρουμάνων από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό πως η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς.[1] Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κ.λπ. Σκοπός των αντιπάλων ήταν ο εκφοβισμός ή η εξόντωση των αντίθετων στοιχείων και ο προσεταιρισμός του πληθυσμού προς την Βουλγαρική και την Ελληνική εκκλησία και εθνικό φρόνημα, δράση η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε αγώνα αλληλοεξόντωσης των εκατέρωθεν ενόπλων τμημάτων.
Η κατάσταση στη Μακεδονία
Στέφος Γρηγορίου από Μοναστήρι και Στέφος Τσίτσος από Μορίχοβο
Η ομάδα του Λάζαρου Αποστολίδη από τη Λεύκη Καστοριάς
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική καθώς και εκείνη της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους[2]. Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Όμως για δεκαετίες παρέμενε αποκομμένη από το ελληνικό βασίλειο. Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια: α)τη γεωγραφική απόσταση β)την αρνητική διπλωματική συγκυρία : οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν επειδή η Ελληνική πλευρά πίστευε πως θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου: Τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος, Κριμαϊκός πόλεμος, Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία.
Ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η οργάνωση ΙΜRΟ με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του “Μακεδονικού λαού” χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας “σταθερά ενωτική” και “μαχητικά αντισωβινιστική”. Στην πραγματικότητα ήταν μία Βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφή ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του σύνολου του ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία αντί στις υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες. Σ’ αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά.
Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό. Αυτό αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές Ελληνικών ένοπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στη Μακεδονία. Η επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους στα Μακεδονικά πράγματα πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιανουάριο του 1904, όταν ο οπλαρχηγός Κώττας Χρήστου επικεφαλής αντιπροσωπείας των Κορεστίων συναντήθηκε με το διάδοχο Κωνσταντίνο[3]. Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι της επαρχίας Παιονίας στο σλαβογενές τοπικό ιδίωμα:
Να Γκραντάτς πούκαϊα,
να Γκουμέντσα σλούσαϊα.
Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια,
Μπουγκάρτσκι κοΐτσινια πάγκιατ.
Μόμιτε σε σμέια
πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε.
Γκ’ρτσιτε σε μόλια:
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Κρ’φτα ντα μα πία,
Κρ’φτα ντα μα πία,
ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία.
Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν,
στη Γουμένισσα ακούγαν.
Έλληνες αντάρτες ρίχναν,
Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν.
Τα κορίτσια κουβαλούσαν
δώρα στους Έλληνες.
Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν:
Βούλγαρο να σφάζαν,
Βούλγαρο να σφάζαν,
το αίμα του να πίναν,
το αίμα του να πίναν,
την Ελληνική γη να καθαρίζαν.
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ
Υπό τις συνθήκες αυτές πολυάριθμοι κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν παραιτούμενοι από τον Ελληνικό στρατό να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Τον αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα.
Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος, Τέλλος Άγρας, Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος, Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, Κωνσταντίνος Χρήστου, Ευάγγελος Νάτσης, Φιλόλαος Πηχεών, Δούκας Γαϊτατζής, Θεοχάρης Κούγκας, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Κωνσταντίνος Γαρέφης, Γεώργιος Παπαστεφάνου, Λαμπρινός Βρανάς, Στέφανος Παπαγάλος, Γεώργιος Δικώνυμος, Χρήστος Βέσκος, ο Νικόλαος Τσοτάκος, Γεώργιος Ζουρίδης, Χρήστος Δρεμλής, Γεώργιος Σεϊμένης, Αριστείδης Μαργαρίτης, Ζαχαρίας Παπαδάς, Παύλος Κύρου, Γεώργιος Γιαγκλής, Γεώργιος Στρατινάκης, Αριστείδης Κιτράκης, Γεώργιος Κακουλίδης, Νικόλαος Ρόκας, Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης κ.ά.
Ηρώο αφιερωμένο στους Κρήτες εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα
Από το Σεπτέμβριο του 1904, με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά, και ακόμα περισσότερο μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά). Στις μνήμες των περισσότερων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου».
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ως το 1908 οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος του αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση των νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλουν προσπάθειες εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.
ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ
Σώμα Κομιτατζήδων στην περιοχή της Φλώρινας
Ο Στέργιος Βλάχβεης από την Ηράκλεια Σερρών
Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας (ενδεικτικά το 1903, μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν προβεί σε βομβιστικές επιθέσεις κατά της μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών αλλά και στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουανταλκιβίρ και της Οθωμανικής Τράπεζας).
Ο όρος κομιτατζήδες. στη Μακεδονία χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τους εξαρχικούς Ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας, διαχωρίζοντάς τους έτσι από τους καθεαυτού Βούλγαρους[6].
Σημαντικά στελέχη των Κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ (τιμώνταν ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946 όταν με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το μουσείο του έκλεισε και τα περιεχόμενα του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια της νεοϊδρυθείσας ΓΔΜ), ο Αποστόλ Πέτκωφ, ο Νίκολα Κάρεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι κ.α. Οι Κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908 αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του. Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας προέβησαν σε νέες θηριωδίες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά). Επισήμως ενώ ο βουλγαρικός στρατός γενικά χρέωσε στο κομιτάτο τις σφαγές, ως ενέργειες άτακτων σωμάτων λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ενσωμάτωσε τις μονάδες αυτές αυτούσιες στον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Αυτό ήταν και το ενδεικτικό τέλος της ιστορίας των ενόπλων τμημάτων της “Εσωτερικής Επαναστατικής Μακεδονικής Οργάνωσης
Αποτίμηση του Μακεδονικού αγώνα
Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα την Ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε